Σκαρφαλωμένη κυριολεκτικά στο βράχο, 32 μέτρα ή 99 σκαλοπάτια πάνω από τη θάλασσα στο Punta Massullo με θέα στον κόλπο του Σαλέρνο, στην ανατολική πλευρά του Κάπρι της Ιταλίας, η Κάζα Μαλαπάρτε λέγεται ότι σχεδιάστηκε το 1937 από τον ιταλό ρατιοναλιστή αρχιτέκτονα Adalberto Libera για τον Ιταλό συγγραφέα Curzio Malaparte. Στην ουσία όμως η κατοικία ξανασχεδιάστηκε από τον ίδιο τον Μαλαπάρτε με την βοήθεια ενός εργολάβου της περιοχής, τον Adolfo Amitrano και ολοκληρώθηκε το 1942.
Η κατοικία είναι η σκάλα της. Η μνημειώδης αυτή ανάστροφη πυραμοειδής κλίμακα. Η υλικότητα της οικίας αναμετριέται με τον ανοιχτό ορίζοντα, το μεσογειακό θερμό φως και το μπλε της θάλασσας. Απόλυτα συμμετρική ως προς την επιμήκη τομή, με εξαίρεση τον καμπύλο λευκό τοίχο-γλυπτό στο δώμα. Μνημειακή και ταυτόχρονα μοντέρνα, επιβάλλεται στο τοπίο. Ένα βαθυκόκκινο πρίσμα που ακουμπά στο βράχο, σμιλεύει και σμιλεύεται από αυτόν. Μια γλυπτική εγκατάσταση.
«Τώρα ζω σε ένα νησί, σε ένα αυστηρό και μελαγχολικό σπίτι, το οποίο έχτισα στον μοναχικό βράχο πάνω από τη θάλασσα. Είναι η εικόνα της επιθυμίας μου», λέει ο Curzio Malaparte.
Μετά τον θάνατό του, το 1957, η Βίλα εγκαταλείπεται. Ερημώνει και αφήνεται. Μέχρι που το 1963 ο Jean-Luc Godard γυρνάει εκεί την «Περιφρόνηση» (Le Mepris) βασισμένη στη διασκευή του μυθιστορήματος του Αλμπέρτο Μοράβια «Το φάντασμα του μεσημεριού». Με τον Μισέλ Πικολί, τη Μπριζίτ Μπαρντό, τον Τζακ Πάλανς και τον Φριτζ Λανγκ.
Η Κάζα Μαλαπάρτε αποτυπώνεται στο σελιλόιντ της νουβέλ βαγκ, γίνεται μύθος και ταυτόχρονα το κινηματογραφικό σπίτι του αμερικανού παραγωγού κινηματογράφου Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς). Ο τόπος αποπλάνησης της συζύγου του σεναριογράφου του, Καμίλ, ή αλλιώς της Μπριζίτ Μπαρντό. Στην «Περιφρόνηση», ο Πρόκος προσλαμβάνει τον γνωστό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (που υποδύεται τον εαυτό του στην ταινία) για να μεταφέρει στο σινεμά την Ομηρική Οδύσσεια. Δυσαρεστημένος από την «καλλιτεχνική» ματιά του Λανγκ, προσλαμβάνει τον Πολ ( Μισέλ Πικολί ), συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, για να ξαναδουλέψει το σενάριο. Η τέχνη συγκρούεται με την εμπορικότητα, τη στιγμή που η Καμίλ – Μπαρντό αναζητά το συναίσθημα στην χαώδη οικία.
Η Κάζα Μαλαπάρτε γίνεται πρωταγωνιστής και όχι απλό σκηνικό. Γίνεται σύμβολο. Ο ίδιος ο Γκοντάρ κριτικάρει το μοντέρνο κίνημα. Όχι τόσο ειρωνικά όσο ο Τατί στην ταινία «Ο θείος μου» (1958) στην οποία με τη βοήθεια του κυρίου Ιλό πιάνει τον παλμό της νεωτερικότητας προσπαθώντας να εξηγήσει τη βίαιη μετάβαση από έναν παραδοσιακό κόσμο σ’ ένα νέο εκσυγχρονιστικό περιβάλλον.
Αλλά μέσα από κάδρα που αναδεικνύουν μια υπόκωφη τεθλασμένη γεωμετρία σ’ έναν συγκοπτόμενο τέμπο που αγναντεύει τη Μεσόγειο από την κορυφή μιας επιβλητικής σκάλας που θυμίζει αρχαιοελληνικό αντεστραμμένο θέατρο, στο κέντρο ενός “μοντερνιστικού τόπου”. Αρχαία αγάλματα βαμμένα με μπλε και κόκκινη μπογιά σε αντίστιξη με μια προκλητική Μπαρντό ξαπλωμένη με το μαγιό της στην επίπεδη και λιτή ταράτσα της Κάζα Μαλαπάρτε, αναζητώντας με πάθος την επιβεβαίωση και τον ήλιο. Περιπλανώμενη στο μοντέρνο εσωτερικό, χωρίς να μπορεί να οικειοποιηθεί κανένα χώρο, ανεβοκατεβαίνοντας σκαλοπάτια με κίτρινο μπουρνούζι, καταλήγοντας στο δώμα. Κόκκινα και μπλε παντού.
Καμίλ: Σου αρέσουν τα πάντα πάνω μου; Το στόμα μου; Τα μάτια μου; Η μύτη μου; Τα αυτιά μου;
Πολ: Ναι, μου αρέσουν τα πάντα πάνω σου.
Καμίλ: Οπότε με αγαπάς… ολοκληρωτικά.
Πολ: Ναι. Ολοκληρωτικά… τρυφερά… τραγικά.