ΝΑΓΚΟΡΝΟ-ΚΑΡΑΜΠΑΧ * ΤΟΠΟΣ ΣΕ ΚΡΙΣΗ * ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΟΠΙΚΙΣΜΟΣ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ | ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΠΑΥΛΙΔΟΥ

Με αφορμή τη νωπή ακόμα συμφωνία κατάπαυσης του πυρός ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η οποία αλλάζει για άλλη μια φορά τα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής -με μεγάλο χαμένο την Αρμενία- , η Δέσποινα Παυλίδου μελετά την σχέση κράτους-έθνους, εθνικισμού και εθνικής ταυτότητας, μέσα από τον αντι-εθνικό κριτικό τοπικισμό της Gayatri Chakravorty Spivak, αλλά και τις τοποθετήσεις της Judith Butler, της Hannah Arendt, του Jürgen Habermas, του Jacques Derrida & του Christopher Alexander, προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης των αναχρονιστικών εθνοκεντρικών ιδεών με ταυτόχρονη διατήρηση και ανάπτυξη της πολιτισμικής διαφορετικότητας.

Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόσπασμα εργασίας διπλώματος που έγινε για το μεταπτυχιακό τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας με τίτλο “Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στην  Ιστορικές, Αρχαιολογικές και Ανθρωπολογικές Σπουδές” του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας | Διδάσκουσα : I. Λαλιώτου

ΝΑΓΚΟΡΝΟ – ΚΑΡΑΜΠΑΧ * Τόπος σε κρίση | Κριτικός τοπικισμός και πολιτική φιλοσοφία

της Δέσποινας Παυλίδου

Ο κριτικός τοπικισμός (critical regionalism) αποτελεί μια σημαντική σύγχρονη θεώρηση, πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί αρχικά η εξέλιξη του πολιτισμικού χώρου και μέσα από αυτή να αναμορφωθούν όλες οι υπάρχουσες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές. Η Gayatri Chakravorty Spivak είναι η πρώτη θεωρητικός που διακρίνει την προοπτική αυτή στον κριτικό τοπικισμό.[1] Προσπαθώντας να απαντήσει σε ερωτήματα που σχετίζονται με τις πολλαπλές ταυτότητες που διαμελίζουν την ασιατική ήπειρο, προς όφελος των παγκόσμιων οικονομικών συμφερόντων και τον τρόπο που οι περιοχές της θα μπορέσουν να αναδιπλωθούν σε ένα συνοικισμό πολυπολιτισμικό, αναιρώντας τους γεωπολιτικούς διαχωρισμούς, προσδιορίζει τις συλλογικότητες πολιτικής φιλοσοφίας ως το βασικό δομικό υλικό αυτής της αναδίπλωσης.

O εθνικισμός, αποτελώντας το κύριο αναπτυξιακό μοντέλο των εθνών-κρατών στη μετααποικιακή εποχή, υποστηριζόμενος από τις μητροπολιτικές διασπορές και ταυτισμένος με θρησκευτικές φαντασιακές κοινότητες, ενισχύθηκε και ενίσχυσε με τη σειρά του τον παρεμβατικό ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Οικονομικές συμμαχίες, πολιτικοοικονομικοί οργανισμοί και μη κυβερνητικές οργανώσεις συμπληρώνουν το παγκόσμιο σύστημα αλληλεξάρτησης των εθνικών σχηματισμών. Ως αντίδοτο σε αυτήν την υπάρχουσα μετααποικιακή  πραγματικότητα και με αφορμή την περιοχή της Αρμενίας, μια περιοχή που αναζητά την ταυτότητα της χωρίς να εντάσσεται στα μέχρι τώρα γνωστά μετααποικιακά παραδείγματα, η Spivak προτείνει ένα νέο αντι-εθνικό τοπικισμό.

Πιο αναλυτικά, η περίπτωση της Αρμενίας, μιας μικρής χριστιανικής χώρας, περιτριγυρισμένης, από τη μια, από μια θάλασσα ισλαμικών κρατών, γεγονός που δικαιολογεί τον προσεταιρισμό της από τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλαπλασιασμένης, από την άλλη, μέσω της διασποράς της, σε διάστικτα σημεία του παγκόσμιου χάρτη μητροπόλεων με επίκεντρο την Αμερικανική επικράτεια, αποτελεί ένα κρίσιμο πεδίο μελέτης της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης.[2] Η ιδιαιτερότητα της περιοχής εντοπίζεται στο διττό Ευρασιατικό προσδιορισμό της, ως Ευρωπαϊκής, λόγω του χριστιανικού εγώ-ιδεαλισμού και ως Ασιατικής, τη στιγμή που συμμετέχει στο ασιατικό πλάνο παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, η γεωγραφική της θέση την προσδιορίζει ως ένα πολύτιμο σταυροδρόμι πολιτισμικών και οικονομικών ανταλλαγών μεταξύ της Ανατολικής Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας, ενώ και η ιστορία της αποκαλύπτει την μακροχρόνια σύσταση της από ένα πολυπολιτισμικό ψηφιδωτό φυλών.[3] 

Το ζήτημα της γενοκτονίας, οικειοποιημένο από τη μητροπολιτική διασπορά, σφυρηλατεί τον πολιτισμικό εθνικισμό της Αρμενίας και η αναγνώριση του, ως πιστοποιημένο γεγονός, εξασφαλίζει τη δυνατότητα μιας διεθνούς συμμαχίας υπέρ μιας εθνικής αφήγησης και ως εκ τούτου τη νομιμοποίηση της τελευταίας.[4] Η διαμάχη στην  περιοχή του Nagorno-Karabakh, από την άλλη, παρακινούμενη από τις δυνάμεις της Ρωσίας και της Αμερικής, μέσω μιας απόπειρας ισχυρής εθνικό-θρησκευτικής ταυτοποίησης των πληθυσμών της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, αποκαλύπτει μια νέα εκδοχή του Μεγάλου Παιχνιδιού (Great Game) με κεντρικό πρωταγωνιστή τα κοιτάσματα πετρελαίου. Η συγκεκριμένη διαμάχη, σύμφωνα με τον Svante Cornell, υποθάλπει μια δυναμική ανάμειξης τοπικών και παγκόσμιων δυνάμεων, όσο καμία άλλη αντίστοιχη περίπτωση, οδηγώντας την Spivak στο συμπέρασμα, ότι αυτό το «συνονθύλευμα δυνάμεων μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός στην τύφλωση του μονόφθαλμου τέρατος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, εφόσον η ενέργεια του ανακατευθυνθεί προς τον αντι-εθνικό τοπικισμό». [5]

Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλει καταρχήν η εκ νέου διάρθρωση της ιστορίας, όπως χαρακτηριστικά την επεξεργάζονται ορισμένοι Αρμένιοι και Αζέροι διανοούμενοι, προβάλλοντας τις συνδέσεις των δύο πολιτισμών έπειτα από αιώνες συνύπαρξης στην τροχιά της Περσικής Αυτοκρατορίας, καθώς και ο παραγκωνισμός των εθνικών αφηγήσεων που η δυτική σκέψη έχει μεθοδεύσει, ακολουθώντας το σενάριο του βιομηχανικού καπιταλιστικού αποικισμού και των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών βλέψεων της μετααποικιακής εποχής. Εξάλλου, το γεγονός του ότι η Αρμενία εξακολουθεί να παρουσιάζει μια ισχνά προσδιορισμένη εθνική ταυτότητα, καθώς και η μη ευθυγράμμιση της με τις σύγχρονες ιμπεριαλιστικές και μετααποικιακές τοποθετήσεις, παρόλη την προσπάθεια των αρμένικων lobby της Αμερικής για την εδραίωση μιας ιδεολογίας, αποκαλύπτει την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περιοχής ως του τόπου που μπορεί να αποτελέσει το ρήγμα της Ευρασίας, την απαρχή της ιδέας των “άλλων Ασιών” (other Asias) της Spivak.[6] 

Η επανατοποθέτηση της Αρμενίας στην Ασία και η ακύρωση της φαντασιακής κατασκευής της Αρμενίας σύμφωνα με τις Αρμένικες-Αμερικανικές αξιώσεις, η ουδετεροποίηση του Μεγάλου Παιχνιδιού με την αναίρεση των συσχετισμών Ρωσίας-Ιράν-Αρμενίας και Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν και ως εκ τούτου των μακρόχρονων εχθρικών διαθέσεων, η αντιμετώπιση του διεθνισμού των μη-κρατικών δικτύων που υποστηρίζονται από τα Ηνωμένα Έθνη και αποτελούν το νέο πρόσωπο του καπιταλισμού, αποτελούν ορισμένα από τα στάδια εξέλιξης ενός τοπικισμού ικανού να αποτελέσει την απαρχή μια νέας τάξης πραγμάτων στην Ασιατική ήπειρο.[7] Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η εξασθένιση του πολιτισμικού εθνικισμού μέσω του ενεργητικού ρόλου της μητροπολιτικής διασποράς, η εκλογίκευση και όχι ο στυγνός ορθολογισμός της κρατικής δομής που θα επιφέρει την αρμονική συνύπαρξη, η κοινωνικοοικονομική προστασία του νέου κράτους από τις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, γεγονός που συμπεριλαμβάνει τον πολιτικό σχεδιασμό της διεθνούς κοινωνίας πολιτών, και η προώθηση ενός μεταβατικού αξιόπιστου φεμινισμού που θα εξυγιάνει το φαινόμενο των μη κυβερνητικών οργανώσεων, συμβάλλοντας έτσι στη σωστή και ουσιαστικά ωφέλιμη λειτουργία τους.[8]

Σημαντικές κατευθύνσεις ως προς την αναμόρφωση του κρατικού θεσμού και κατ’ επέκταση στη διάρθρωση της μεθοδολογίας του κριτικού τοπικισμού εντοπίζονται και στο βιβλίο “Who Sings the Nation-State? Language, Politics, Belonging”, όπου η Judith Butler και η Gayatri Chakravorty Spivak αναπτύσσουν έναν εμπνευσμένο διάλογο προβληματισμού ως προς την έννοια του κράτους, διερευνώντας το παρελθόν και το παρόν του και αναζητώντας τις μελλοντικές του προεκτάσεις στο παγκοσμιοποιημένο σκηνικό.[9] Στην απαρχή του προβληματισμού της Butler εντοπίζεται η εννοιολογική συνύφανση των εννοιών έθνους-κράτους και των αποτελεσμάτων που επιφέρει αυτή η τόσο ισχυρή συσχέτιση τους, με τον όρο του εθνικισμού να διαρρηγνύει τις νομικές και ιδρυματικές δομές του κρατικού θεσμού, παράγοντας προβληματικές διασυνδέσεις μεταξύ των ατόμων-πολιτών και των μοντέλων διακυβέρνησης του. Στο πλαίσιο αυτό το κράτος αποκτά την αρμοδιότητα του να συνδέει αλλά και να χωρίζει, να προστατεύει αλλά και να περιορίζει, να εξορίζει, να αποβάλει, να θέτει στην κατάσταση του “μη ανήκειν” (non-belonging) ή στην κατάσταση του “statelessness”, του “μη πολίτη”,τα άτομα που βρίσκονται στη δικαιοδοσία του. Το παραπάνω γεγονός αποδεικνύει την ανάγκη απελευθέρωσης του κρατικού θεσμού από τις εθνικές υπαγορεύσεις και την εξάλειψη, ως εκ τούτου, της πιθανότητας προσδιορισμού και υποβολής μιας συγκεκριμένης ομάδας ατόμων στην ευαίσθητη και υποδεέστερη κατηγορία της “εθνικής μειονότητας”.[10]

Η Spivak με τη σειρά της, επαναφέρει τη συζήτηση στα σύγχρονα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, χρησιμοποιώντας τις τοποθετήσεις της Hannah Arendt ως αφετηρία αναζήτησης των στοιχείων εκείνων του κράτους, που μπορούν να ωφελήσουν στη λειτουργία του κριτικού τοπικισμού.[11] Πιο συγκεκριμένα, η παραδοχή της αφαιρετικής δομής του κράτους, καθώς και η αναγνώριση της ύπαρξης διάφορων εθνικοτήτων εντός των ορίων του, αποτελούν δύο βασικές διαβεβαιώσεις που προωθούν τη συζήτηση προς νέες μετά-εθνικές αναζητήσεις.

Τη στιγμή που οι απόπειρες εθνο-κρατικών ενοποιητικών προγραμμάτων καταρρέουν, αποκαλύπτεται ένα προϋπάρχον πολύ-εθνικό μείγμα, όπως στις περιπτώσεις των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Ινδίας και της Κίνας, αποδεικνύοντας την ανάγκη αναθεώρησης των αναχρονιστικών εθνοκεντρικών ιδεών. Εξάλλου, η παρακμή του έθνους-κράτους, ως αποτέλεσμα της οικονομικής και πολιτικής αναδόμησης του κρατικού θεσμού υπό τη σκιά του παγκόσμιου κεφαλαίου, είναι γεγονός. Πιο αναλυτικά, η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου διέρρηξε τα σύνορα των αδύναμων κρατικών οικονομιών, με το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς να διαμορφώνει διοικητικά κράτη παγκόσμιων προτεραιοτήτων. Η ανάπτυξη αποτέλεσε το άλλοθι μιας παρατεταμένης εκμετάλλευσης, με τον Οργανισμό Παγκόσμιου Εμπορίου να αποτελεί τον οικονομικό βραχίονα ενός συλλογικού υπέρ-κρατικού μηχανισμού, τα Ηνωμένα Έθνη το πολιτικό αντίστοιχο του και την Παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το νομικό. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και κοινωνικά κινήματα, που προφασιζόμενα τη διάσωση της κοινωνίας από τη διαφθορά του κράτους, αποτέλεσαν το προπύργιο πολιτικών παρεμβάσεων με αμφίβολες προθέσεις.

Έτσι προς την κατεύθυνση της συνταγματικής αποκατάστασης, της επανίδρυσης του κράτους και της μάχης ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό, η Spivak προτείνει τον κριτικό τοπικισμό ως την απαραίτητη πολιτική αλλαγή. Βέβαια, η θέση του κριτικού τοπικισμού της Spivak διαχωρίζεται από τις τοποθετήσεις του Habermas περί καθιέρωσης δημοκρατικών πολιτικών υπεράνω του έθνους-κράτους. Σύμφωνα με τον Habermas, η Ευρωπαϊκή ένωση αποτελεί μια χαρακτηριστική μετα-εθνική δημοκρατική δομή αυτό-διακυβέρνησης, θεμελιωμένης σε μια ευρωκεντρική πολιτισμική παραδοχή. Ενώ όμως η κατάλυση του έθνους-κράτους φαίνεται να ακολουθεί μια δημοκρατική διαδικασία, ο νεοφιλελευθερισμός, η παγκοσμιοποίηση και οι ανισότητες της νέας αρχής στηλιτεύουν το όλο εγχείρημα. Ιδιαίτερα η αυστηρή οχύρωση των εξωτερικών ορίων του συγκεκριμένου ευρωπαϊκού οργανισμού με την αντιθετική κίνηση κατάλυσης των εσωτερικών συνόρων, σηματοδοτεί τελικώς μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική διαμόρφωσης ενός οικονομικού συνασπισμού στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς και όχι μια “κοσμοπολιτική δημοκρατία”. Η προβληματική αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ομάδων αποτελεί μια χαρακτηριστική ένδειξη της οικονομικοκεντρικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία η Spivak αντιπροτείνει, συμφωνώντας με τον Juan Mosavia, την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής με την ενίσχυση του μικρού τοπικού κεφαλαίου, προκειμένου να αποφευχθεί η δικαιολογημένη μεταναστευτική κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού.[12] 

Σε σχέση με την παραγωγή της κατηγορίας των “μη πολιτών”, των stateless πολιτών, και αντιθέτως με την άποψη της Arendt που θεωρεί υπεύθυνο για την εμφάνιση της το μόρφωμα του έθνους-κράτους, η Spivak τοποθετεί, αντιστρόφως, στις πλάτες των  “μη πολιτών” την αιτία της ύπαρξης του. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει, κατά την ίδια, την κληρονομιά του αποικισμού στη δημιουργία και στη διατήρηση του εθνούς-κράτους, αφού η ίδρυση κρατών στα πλαίσια της ανεξαρτητοποίησης βασίστηκε στην χάραξη συνόρων και στην αναγκαστική ένταξη ετερογενών πληθυσμών σε επιβεβλημένους εθνικούς σχηματισμούς.[13] Παρόλα αυτά, στο σύγχρονο παγκόσμιο σκηνικό και ενώ διατυμπανίζεται η αναγνώριση των πολιτών του κόσμου, η διεθνής κινητικότητα και η κατάλυση των συνόρων, το μόρφωμα του έθνους-κράτους δεν έχει ξεπεραστεί. Η μετανάστευση, η απέλαση και η εξορία συνεχίζουν να οδηγούν στην παραγωγή “μη πολιτών”, ενισχύοντας, σύμφωνα με την Spivak, την ανάγκη αναζήτησης νέων όρων στην διαπραγμάτευση της κρατικής επανίδρυσης, όπου η εθνική μονολιθικότητα, η πολιτισμική ομοιομορφία, η ενιαία γλώσσα θα εξορισθούν από το λεξιλόγιο της κρατικής διάρθρωσης.

Η Spivak, λοιπόν, παραδέχεται πως τη στιγμή που η ιδέα της κατάλυσης των εθνών-κρατών και η αντικατάσταση της από μια παγκόσμια αρχή αποδεικνύεται αναχρονιστική, είναι επιβεβλημένη η ανάγκη διαμόρφωσης μη εθνικών κρατών, υπό τις αρχές του κριτικού τοπικισμού. Στο κείμενο της “More Thoughts on Cultural Translation” αναφέρεται στην περίπτωση σχηματισμού κρατών στην Αφρικανική ήπειρο, έναν τόπο που θεωρεί ιδανικό πεδίο μελέτης και αναθεώρησης της μέχρι σήμερα αναπόφευκτης σύνδεσης των εννοιών έθνους και κράτους.[14] Ο διαχωρισμός της Αφρικής από τις ιμπεριαλιστικές αποικιακές δυνάμεις, οδήγησε στην εδραίωση 48 πολυπολιτισμικών νέων κρατών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, με διαφορετικές ιστορικές παραδόσεις, που επιδίδονται συνεχώς σε ενδογενείς εσωτερικές διαμάχες. Συνεπώς, τα εθνικά σύνορα είτε διαχωρίζουν πληθυσμούς, είτε εξαναγκάζουν σε συμβίωση πληθυσμούς χωρίς γλωσσολογικούς και πολιτισμικούς δεσμούς, υπό την εκμετάλλευση του κρατικού καπιταλισμού. Η Αφρική, λοιπόν, κατά τα λεγόμενα της Spivak, αποτελεί ένα ιδανικό εργαστήριο προβληματισμού και δημιουργίας μη εθνοκεντρικών κρατών, τη στιγμή που δεν υπάρχει ταύτιση των γλωσσολογικών συνόρων με τα επονομαζόμενα εθνικά σύνορα. Ξεκινώντας, λοιπόν, από την παραδοχή της αδυναμίας συγκρότησης ενός “μονογλωσσικού” έθνους-κράτους στη σύγχρονη εποχή, η Spivak προτείνει την “πολιτισμική μετάφραση” ως μια πράξη αναγκαία προς την παραγωγή μιας νέας αντίληψης, ενός νέου τρόπου σύνδεσης της διαφορετικότητας.[15] Συνεπώς, η έννοια της πολυπολιτισμικότητας στη θεωρία του κριτικού τοπικισμού της Spivak αντικαθίσταται από την πρακτική της “μετάφρασης”, μέσω της οποίας οι υποδεέστεροι πληθυσμοί μπορούν εκφραζόμενοι στην επικρατούσα γλώσσα να διακηρύξουν τα δικαιώματα τους, χωρίς να αφομοιωθούν και να εξομοιωθούν πολιτισμικά.

Επανερχόμενοι στον κριτικό τοπικισμό της Spivak, η έννοια του έθνους διαχωρίζεται από την έννοια του κράτους, θυμίζοντας την αποσύνθεση της γενεαλογίας του έργο του Derrida “Politics of Friendship” και τον διαχωρισμό του γένους από την πολιτεία. Από την άλλη, η θεωρία της απομακρύνεται από τον διεθνισμό, εξορκίζοντας την παρέμβαση των ειρηνευτικών δυνάμεων και το πρόσχημα της κοινωνικής αλληλεγγύης, που ενυπάρχει στα διεθνή κοινωνικά κινήματα, γεγονός που συμβάλλει ουσιαστικά στην επιβολή των υπαρχόντων οικονομικών ηγεμονιών. Εξού και το “κριτικός” ως προσδιοριστικό του τοπικισμού της, ενός τοπικισμού που υπερνικά τους εθνικισμούς και συγκρατεί την αφαιρετική δομή του κράτους, επιτρέποντας την συνταγματική αποκατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τη διασφάλιση των κοινών συμφερόντων. Ταυτόχρονα, διευκρινίζει πως δεν πρόκειται για έναν ηθικό διεθνισμό, για ένα δόγμα με δομές αντίστοιχες των θρησκειών, τη στιγμή που, σύμφωνα πάντα με την ίδια, η ηθική διαβρώνει την αφαιρετική δομή του κράτους που υπηρετεί τη δικαιοσύνη. Πρόκειται για έναν πολιτικό τοπικισμό, μια ιδέα παγκόσμιας δράσης και σκέψης και όχι για έναν κοσμοπολιτισμό, μια κοσμοπολιτεία που συνομιλεί με όρους φυλής και τάξης και που αδυνατεί να εξασφαλίζει ένα παγκόσμιο δημοκρατικό μέλλον, σύμφωνα και με την άποψη του Derrida.[16] Επί της ουσίας, αφορά μια αφηρημένη πράξη και όχι ένα επιστημονικό σχέδιο, όπου το κράτος αποτελεί μια μηδαμινή αφαιρετική κατασκευή που πρέπει να προστατευθεί, ώστε να λειτουργήσει ως όργανο αναδιανομής. Προκειμένου, λοιπόν, να αποσταθεροποιηθεί ο καπιταλισμός και το κεφάλαιο να στραφεί προς την κοινωνία, οι πολίτες πρέπει να εκπαιδευτούν στις συνήθειες και τις τελετουργίες της δημοκρατίας, να αποκτήσουν διαίσθηση της δημόσιας σφαίρας και της σχέση της με την συνταγματική διακυβέρνηση.[17]

Η αναδιατύπωση του μετααποικισμού εντός του παγκόσμιου πλαισίου μέσω του κριτικού τοπικισμού αποτελεί το εγχείρημα της Spivak, με την ελπίδα να επιτευχθεί η αναθεώρηση του παγκόσμιου χάρτη και η ανάπτυξη νέων δυναμικών ομαλής και ισορροπημένης διακυβέρνησης.[18] Mε όραμα την πολλαπλασιασμένη Ασία, μια Ασία που σέβεται και προσπαθεί να γνωρίσει και να αναδείξει τις διαφορετικότητες της και με όχημα το ιδεολόγημα του κριτικού τοπικισμού, θέτει τη φαντασία στο προσκήνιο. Η ενδυνάμωση και η εξάσκηση της ενημερωμένης φαντασίας, στον παιδαγωγικό καταρχήν τομέα, θα αποβάλει τον οπισθοδρομικό ορθολογισμό της εκπαίδευσης, θα από-υπερβατικοποιήσει (de-transcendentalize) το υπερβατικό, ανοίγοντας διόδους στην αλλαγή του ανθρώπινου τρόπου σκέψης και στην επαναδιευθέτηση των επιθυμιών του τομέα των πολιτών.

Συμπερασματικά, ο τρόπος για την επίτευξη αυτού του είδους του κριτικού τοπικισμού, σύμφωνα με την Spivak, βρίσκεται στη γενεαλογική αποδόμηση, στην επιστροφή σε πρωταρχικές εννοιολογήσεις του “έθνους” όπου ο όρος του “συνανήκειν” καταλύει τα χωρικά σύνορα.[19] Η μετάβαση της παγκοσμίας συνθήκης από τον καπιταλισμό σε σοσιαλιστικότερες κατευθύνσεις απαιτεί την διαπραγμάτευση του εθνικισμού και όχι την καταστολή του, τη στιγμή που η «παραγωγική ετεροκανονικότητα» (reproductive heteronormativity) συνεχίζει να χαρακτηρίζει τη σημειολογία της εποχής. Η αφαιρετική προσέγγιση της κρατικής δομής με στόχο την άμεση συμμετοχή των πολιτών και η μόρφωση και πολιτισμική αναβάθμιση των υποδεεστέρων κοινωνικών ομάδων, θα μπορέσει να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη του κριτικού τοπικισμού και την αναγωγή των εθνικών ταυτοτήτων σε πολιτισμικές ταυτότητες, με τους δαίμονες της πολιτισμικής διαφορετικότητας να οπισθοχωρούν κάτω από την οργάνωση ενός συστήματος υγιών περιφερειακών και μετα-εθνικών κοινωνιών.[20]

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στις τοποθετήσεις του Christopher Alexander και στο όραμα του “περιφερειακού σχεδιασμού”. Στο βιβλίο του “A Pattern Language”, ο Alexander προτείνει ένα σύστημα εξέλιξης ανεξάρτητων περιοχών-περιφερειών, που θα απαρτίζουν μια παγκόσμια ομοσπονδία.[21] Με τα πληθυσμιακά μεγέθη τους να κυμαίνονται μεταξύ των 2-10 εκατ. κατοίκων, οι προτεινόμενες περιφέρειες, θα ορίζονται από φυσικά και γεωγραφικά όρια, θα είναι αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες, με δική τους οικονομία, ενώ συγχρόνως θα συμμετέχουν στην παγκόσμια διακυβέρνηση, χωρίς την παρέμβαση των κρατών-χωρών. Με αυτήν την πρόταση ο Alexander προσβλέπει στην δημοκρατικότερη διακυβέρνηση, επιστρέφοντας σε μικρότερα και συνεπώς ευκολότερα διαχειρίσιμα πληθυσμιακά μεγέθη, θυμίζοντας το πρότυπο της πόλης-κράτους. Επιπλέον, επισημαίνει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, ενώ τονίζει ότι η ανεξαρτητοποίηση στην κλίμακα της περιφέρειας αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο διατήρησης και ανάπτυξης της πολιτισμικής διαφορετικότητας. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση του Alexander συναντάται και στους κλάδους της οικονομίας και της πολιτικής, με τον γάλλο οικονομολόγο Jean-François Gravier να αναπτύσσει την ιδέα της Ευρώπης των περιφερειών, μιας Ευρώπης αποκεντρωμένης και αναδιοργανωμένης σε περιφέρειες, που διαπερνούν τα υπάρχοντα εθνικά σύνορα.[22]

Αναλογιζόμενοι τις προτάσεις του περιφερειακού σχεδιασμού του Christopher Alexander σε συνάρτηση με τις τοποθετήσεις της Spivak, και κάνοντας μια αναγωγή στην επικαιρότητα όπου το Nagorno-Karabakh, επανέρχεται στο προσκήνιο της πολιτικής ατζέντας ως ένας τόπος σε κρίση, συναντώντας αυτή τη φορά και τη συνθήκη μιας σύγχρονης πανδημίας, η οποία με τη σειρά της φαίνεται να επικυρώνει την ανάγκη επαναφοράς σε μια μικρότερη κλίμακα διαχείρισης,  μπορούμε να οραματιστούμε έναν αστερισμό περιφερειών, με τον τόπο να αποτελεί το βασικό διαμορφωτή, όπου είτε ως γεωμορφολογία, είτε ως πολιτισμική ενότητα θα αναδιοργανώσει τα κοινωνικά σύνολα σε μη εθνικούς κρατικούς σχηματισμούς. Μέσω, δηλαδή, της αναδόμησης των χωρικών σχηματισμών και με στόχο την εξισορρόπηση του άστεως με την κώμη, του μεγάλου με του μικρού, θα επιτευχθεί η αναδιανομή δυνάμεων με στόχο την δημοκρατικότερη διακυβέρνηση και συνεπώς την καλύτερη ποιότητα διαβίωσης. Ο κριτικός τοπικισμός μπορεί να αποτελεί το όχημα εκείνο, μέσω του οποίου θα διερευνηθεί, θα μελετηθεί και θα κατανοηθεί ο τρόπος και η μεθοδολογία επίτευξης ενός τέτοιου εγχειρήματος, λειτουργώντας ως αντίδοτο στις αρνητικές εκφάνσεις του σύγχρονου παγκόσμιου πολιτισμού, χωρίς όμως και την απόλυτη απόρριψη του.


[1] Spivak G. C., Other Asias.

[2] Chorbajian L. et al. επιμ., The Caucasian Knot: The History and Geo-Politics of Nagorno-Karabagh, σ. 112, 118-119. Spivak G. C., ό.π., σ. 98-100, 106-108.

[3] Spivak G. C., ό.π., σ. 108, 117. Walker Ch.,  Armenia: The Survival of a Nation, σ. 217.

[4] Hovannisian R. G. επιμ., The Armenian Genocide: History, Politics Ethics. Spivak G. C., ό.π., σ. 96-98.

[5] Spivak G. C., ό.π., σ. 114. Svante E. C., ό.π., σ. 393.

[6] Gregg H. S., “Divided They Conquer: The Success of Armenian Ethnic Lobbies in the United States, Inter-University Committee on International Migration”, Rosemarie Rogers Working Paper No. 13. Mohamad G., “At the Border Where Ali Dies (and Ka Asks Questions)”, Prince Klaus Fund Journal 12, σ. 7-30. Spivak G. C., ό.π., σ. 98, 103, 107, 110-111, 114, 118-119 .

[7] Giragosian R., “Toward a New Concept of Armenian National Security”, μελέτη παρουσιασμένη στο AIPRG 3rd Annual International Conference, 2005. Spivak G. C., ό.π., σ. 107, 110, 124-129.

[8] Spivak G. C., ό.π., σ. 110, 124-127.

[9] Butler J. και Spivak G. C., Who Sings the Nation-State? Language, Politics, Belonging.

[10] Πλέον, στη σύγχρονη εποχή και καθώς το περιεχόμενο του κράτους καθίσταται ολοένα και πιο πλουραλιστικό με τα όρια του να ρευστοποιούνται, τη στιγμή που οικονομικές, πολιτισμικές, στρατιωτικές και κλιματικές μεταβολές διαμορφώνουν ένα τοπίο συνεχούς μεταναστευτικής κινητικότητας και μεταβαλλόμενων υποταγών, εισέρχεται στο προσκήνιο το φαινόμενο statelessness,  δηλαδή των ατόμων χωρίς υπηκοότητα, των “μη πολιτών”.

Η συγκεκριμένη κατάσταση του statelessness, πολιτικό φαινόμενο του 20ου αι. σύμφωνα με την  Arendt, αποτελεί μια ακραία μορφή αποβολής, έξωσης των ατόμων από το σύνολο των νομικών υποχρεώσεων και των πολιτικών τους δικαιωμάτων, την υποβολή τους δηλαδή, σε μια επιβεβλημένη αίσθηση ατοπίας και την τοποθέτηση τους σε συγκεκριμένες “ζώνες εποπτείας”. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κατηγορία των “μη πολιτών” συνεχίζει να εμπεριέχεται στην δικαιοδοσία της πολιτείας ως ένα εσωτερικοποιημένο εξωτερικό μόρφωμα (interiorized inside), χωρίς οντολογικό βάρος και κοινωνική εύνοια. Σύμφωνα με την Arendt, η προαναφερόμενη κατηγορία ταυτίζεται με την κατηγορία των εθνικών μειονοτήτων, γεγονός που συνδέει τη δομική θεμελίωση του έθνους-κράτους με τον εκτοπισμό τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια συνεκτική εθνική ταυτότητα, ένας ομοιογενής και μοναδικός σχηματισμός έθνους που θα νομιμοποιήσει με τη σειρά του τον κρατικό θεσμό.

[11] Butler J. και Spivak G. C., ό.π,  σ. 70-84..

[12] Butler J. και Spivak G. C., ό.π., σ. 88-90.

[13] Butler J. και Spivak G. C., ό.π., σ. 70-110. Butler J., “Performativity, Precarity and Sexual Politics”, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.aibr.org/antropologia/04v03/criticos/040301b.pdf, σ. vi-vii.

[14]Butler J., ό.π., vi-ix. Spivak G. C., “More Thoughts on Cultural Translation”, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://translate.eipcp.net/transversal/0608/spivak/en/#_ftn3#_ftn .

[15]Spivak G. C., ό.π.

[16] Butler J. και Spivak G. C., ό.π., σ. 96-97.

[17] Spivak G. C., Other Asias, σ. 3.

[18] Spivak G. C., ό.π., σ. 131.

[19] Arendt H., “The Decline of  the Nation-State and the End of the Rights of  Man”, στο Origins of Totalitarianism, Arendt H., σ. 267-302. Spivak G. C., ό.π., σ. 117, 127.

[20] Spivak G. C., ό.π., σ. 100, 126-131.

[21] Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελείται από 253 υποδείξεις – patterns, οι οποίες έχουν ως στόχο να λειτουργήσουν όπως το λεξιλόγιο στη γραμματική. Μεγάλης κλίμακας μοτίβα συνδυάζονται με μικρότερης κλίμακας, διαμορφώνοντας μια γλώσσα μοτίβων, ως περιγραφή ενός δυνητικού περιβάλλοντος. Alexander Ch.,  A Pattern Language. Alexander Ch., “Experts for A Pattern Language”, στο Canizaro V. B., ό.π., σ. 245-250.

[22] Alexander Ch., ό.π., σ. 247. Gravier J., “L’Europe des regions”, στο Internationale Regio Planertagung, σ. 211-222.  Jones Em., “The Conflict of City Regions and Administrative Units in Britain”, στο Internationale Regio Planertagung, σ. 223-235.

Λίγα λόγια για το θεωρητικό μοντέλο του κριτικού τοπικισμού

Στις μέρες μας το φλέγoν θέμα της παγκοσμιοποίησης οδηγεί την ανθρώπινη διανόηση στην ανάπτυξη μιας πληθώρας θεωριών, που έχουν ως στόχο την κατανόηση του συγκεκριμένου φαινομένου και την πρόβλεψη και αντιμετώπιση των επιπτώσεών του. Από το πολιτισμικό πεδίο και με αφορμή την καθιέρωση μιας παγκόσμιας πολιτισμικής γλώσσας, ξεπηδά, με προπύργιο το χώρο της αρχιτεκτονικής, η θεωρία του κριτικού τοπικισμού, η οποία επιχειρεί μέσω της ενασχόλησης της με θέματα ταυτότητας, αυθεντικότητας και διαχρονικότητας να ανακαλύψει νέες πρωτοποριακές κατευθύνσεις εξέλιξης της πολιτισμικής δυναμικής. Ουσιαστικά, ο κριτικός τοπικισμός αποτελεί μια σύγχρονη και κατά πολλούς γόνιμη προσέγγιση της τοπικιστικής θεωρίας. Η ίδια η θεωρία του τοπικισμού, εξίσου άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αρχιτεκτονικό χώρο, έχει ανακυκλωθεί και ανατιμηθεί σε διάφορες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, παρέχοντας ένα ευρύ πεδίο έρευνας και προβληματισμού. Στη διαδρομή αυτή, σημαντικό στάδιο εξέλιξης της τοπικιστικής θεωρίας αποτελεί η περίοδος του μοντερνισμού, όπου ο τοπικισμός βρίσκεται ευθύβολα αντιμέτωπος με τις αρνητικές εκφάνσεις του, οδηγώντας τελικώς στην επιβεβλημένη ανανέωση του μέσω του θεωρητικού μοντέλου του κριτικού τοπικισμού. Ζητήματα όπως η εθνοποίηση, η συγκρότηση πολιτισμικής ταυτότητας, η υβριδοποίηση, η επιβεβλημένη δυτικοποίηση, καθώς και το καίριο θέμα της παγκοσμιοποίησης αποτελούν τα νέα δεδομένα διαμόρφωσης του. H αναπήδηση της θεωρίας του κριτικού τοπικισμού στο χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας, αναδεικνύει τις γόνιμες προεκτάσεις που μπορεί να επιφέρει η συνεργασία των διάφορων επιστημονικών πεδίων στην εξελικτική διαδρομή της ανθρωπότητας.

Η Δέσποινα Παυλίδου σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Έκτοτε εργάζεται ως αρχιτέκτονας στην Λάρισα. Με το μεταπτυχιακό της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας με τίτλο “Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στην  Ιστορικές, Αρχαιολογικές και Ανθρωπολογικές Σπουδές”, ικανοποίησε την ανάγκη της να ασχοληθεί με εξίσου αγαπημένα της γνωστικά πεδία. 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s