Αποκλείεται να περάσεις από την συμβολή των οδών Σινώπης και Μεσογείων, ή να ανέβεις την Βασ. Σοφίας προς Αλεξάνδρας και να μην στρέψεις το κεφάλι σου προς τον ουρανό. Το περίπτερο στην γωνία σου το λέει ξεκάθαρα «Enjoy true quality». Ο Πύργος Αθηνών, το ένα και μοναδικό κτίριο που προσεγγίζει την ετυμολογία της λέξης ουρανοξύστης, ισχυρό τοπόσημο, όχι μόνο έχει αλλάξει την κορυφογραμμή του αττικού τοπίου αλλά έχει δώσει την ονομασία του στη γύρω περιοχή.
O Πύργος Αθηνών είναι κομψός, λιτός και σου θυμίζει ουρανοξύστες άλλης εποχής. Δεν μοιάζει με περιστρεφόμενο μεγα-κτίριο που φύτρωσε στο Ντουμπάι, περισσότερο σου φέρνει αναμνήσεις από την δεκαετία του ’50 και κτίρια τύπου Seagram του Μις Βαν ντερ Ρόε. Έργο του Ιωάννη Βικέλα και του Ιωάννη Κυμπρίτη (1968-1971), ο Πύργος Αθηνών εμπνέεται από αμερικάνικα πρότυπα και υιοθετεί στοιχεία «νεοκλασσικίζοντα»: βάση, κορμός και στέψη με κατακόρυφες ορθομαρμαρώσεις δημιουργώντας έναν υπερσύγχρονο, τουλάχιστον για την εποχή, γυάλινο ουρανοξύστη.
Κτίριο γραφείων και καταστημάτων, στην κυριολεξία πρόκειται για τους «Πύργους των Αθηνών», μιας και το κτίριο αποτελείται από δύο ξεχωριστούς όγκους οι οποίοι συνδέονται στο ύψος του πρώτου ορόφου μέσω μιας κλειστής γέφυρας-γραφείου. Αυτό που αληθινά ζηλεύεις στα ψηλά κτίρια είναι η διαφορετική θέαση της ζωής μιας πόλης. Ποιοι λοιπόν θαυμάζουν την Ακρόπολη από εκεί ψηλά; Το κτίριο Α, 103 μέτρων και 24 ορόφων συν το ισόγειο φιλοξενεί μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες: από την Alpha Bank, την Πειραιώς και τις διοικητικές υπηρεσίες της ΕΚΚΟ ΑΒΕΕ μέχρι την Euromedica και την Regus. Στον 19ο όροφο κατοικοεδρεύει η Πρεσβεία της Κορέας, ενώ στον 23ο εκείνη της Εσθονίας. Στους πιο κάτω ορόφους συναντάς μερικούς χειρουργούς οφθαλμίατρους και πλαστικούς χειρουργούς ενώ στην κορυφή βρίσκεται η Interamerican, της οποίας τα τεράστια αστραφτερά μεταλλικά γράμματα κοσμούν το τελείωμα του πύργου. Το κτίριο Β είναι συγκριτικά πολύ πιο διακριτικό, δεν παύει όμως να αποτελείται από 11 ορόφους και δώμα. Τεχνικές εταιρείες, γιατροί και δικηγόροι, εταιρείες αξιοποίησης ακινήτων και τα γραφεία της Δέσμης Εκδοτικής Α.Ε., βλέπε Αθηνόραμα, είναι μόνο μερικοί από τους ενοίκους.
Ο Πύργος Αθηνών είναι από μόνος του μια μικρή πολιτεία που τα έχει όλα, από βιβλιοπωλείο για τους ιντελεκτουέλ, πρακτορείο του ΟΠΑΠ για τους τζογαδόρους και κοσμήματα μέχρι Bar Restaurant. Το κοσμοπολίτικο λουκ χαλά μια πισίνα-λίμνη-υδάτινο στοιχείο σε παρακμή, ένα εγκαταλελειμμένο περίπτερο της Vodafone, παγκάκια αφημένα στην τύχη τους και ταμπέλες του τύπου «απαγορεύονται τα σκυλιά» και «προσοχή τα λουλούδια είναι ραντισμένα». Όσο για το πράσινο στον γύρω ημιδημόσιο-ημιιδιωτικό χώρο, μερικοί μετρημένοι στα δάχτυλα φοίνικες και ένα- δυο γιούκα.
Μήπως η γοητεία του Πύργου Αθηνών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μοναδικότητά του και όχι τόσο στα αρχιτεκτονικά του προτερήματα; Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, καθηγητής της Θεωρίας της αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο πιστεύει πως «ο Πύργος Αθηνών ήταν ένας σχετικά σεμνός πύργος που έδωσε ένα χαρακτήρα εκσυγχρονισμού στη μεγαλούπολη και ένα τόνο αισιοδοξίας σε αρκετούς. Έδωσε γεωγραφικό “όνομα”, τοπωνύμιο, σε μια περιοχή. Προφανώς η αρχιτεκτονική του είχε τα χαρακτηριστικά που επέτρεπαν τη συγκεκριμένη υποδοχή. Αλλά είναι ένας κοινότυπος πύργος της εποχής του, όταν μιλήσουμε με ευρύτερους όρους. Θέλω να πω ότι δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα για να ασχοληθεί περισσότερο μαζί του η ιστορία και η κριτική της αρχιτεκτονικής.»
Από την Ατλάντα, ο Γιάννης Πεπονής, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Iνστιτούτο Τεχνολογίας της Τζώρτζια αναγνωρίζει στον Ιωάννη Βικέλα το γεγονός «εισήγαγε στην Ελλάδα το ψηλό κτίριο γραφείων σύγχρονων προδιαγραφών, όπως τουλάχιστον είχε εξελιχθεί κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες στις δεκαετίες 1960 και 1970. Ο Πύργος των Αθηνών έχει λιτή και κομψή μοντέρνα αισθητική και αντέχει στο χρόνο με άνεση, περισσότερο μάλιστα σε σύγκριση με πολλά μεταγενέστερα κτίρια γραφείων επί της λεωφόρου Κηφισίας. Ο οπτική του σχέση με τις λεωφόρους Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας τον έχει καταστήσει τοπόσημο στην συνείδησή μας. Σήμερα αναζητούμε βέβαια αρχιτεκτονικά κελύφη υψηλότερων προδιαγραφών από την σκοπιά του περιβάλλοντος και της ενέργειας.»
Ο Πύργος Αθηνών είναι «μια εξελιγμένη απόδοση του προπολεμικού απλοποιημένου κλασικισμού», γράφει ο Δημήτρης Φιλιππίδης, ομότιμος καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π. στην «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική» και προσθέτει πως ο Πύργος Αθηνών ανήκει στην κατηγορία της υψηλής εμπορικής αρχιτεκτονικής, μιας αρχιτεκτονικής που ναι μεν αποθέωνε την τότε νέα τεχνολογία χρησιμοποιώντας ένα σύγχρονο για την εποχή λεξιλόγιο, αλλά ο απώτερος σκοπός ήταν ο εντυπωσιασμός και η μεγιστοποίηση της εμπορικής αξίας του ακινήτου με γνώμονα το κέρδος.
Μπορεί λοιπόν σε άλλες μεγαλουπόλεις να περνούσε απαρατήρητος, αυτή όμως η μικρή «καθ΄ ύψος παραφωνία» στην αττική κορυφογραμμή σε κάνει να αναρωτιέσαι για το πώς είναι δυνατόν εδώ και 40 χρόνια ο Πύργος Αθηνών να παραμένει το ψηλότερο κτίριο της Αθήνας, ανάμεσα σε 25 κτίρια όλα και όλα, με ύψος από 33 έως και 103 μέτρα. Δεν είναι τυχαίο που όλα είναι κατασκευασμένα την ίδια περίοδο 1968-1981. Η πρόσφατη πολιτική ιστορία του ελληνικού κράτους μιλάει μέσα από τα κτίρια και την πολεοδομία του. Έχουμε και λέμε: νόμος 395/1968 περί του ύψους οικοδομών-Σύστημα ελευθέρας δόμησης. Η μοναδική «ελευθερία» σε καθεστώς δικτατορίας συνοψίζεται στην ελευθερία της δόμησης και την εποχή εκείνη επαναπροσδιορίζονται τα μέγιστα ύψη των κτιρίων. Τότε είναι που ξεφυτρώνει και ο Πύργος Αθηνών μαζί με το 68 μ. ξενοδοχείο President, το 80 μ. «Αtrina» στον Παράδεισο Αμαρουσίου, το 80 μ. συγκρότημα κατοικιών Απόλλων στην οδό Ριανκούρ και πάει λέγοντας. Όμορφα, λιτά και μοντέρνα κτίρια, όμως έχεις κάθε λόγο να είσαι προκατειλημμένος. Αλήθεια, τί σημαίνει καθ΄ ύψος δόμηση; Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης είναι κατηγορηματικός: «Δεν βλέπω τίποτα θετικό στην υψηλή δόμηση, εκτός από τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ακόμα υπάρχει η υψηλή δόμηση σε πολεοδόμηση ανοιχτού χώρου, που οραματίστηκαν οι μοντέρνοι. Αυτή είναι μάλλον μια άλλη ιστορία, που επίσης απέτυχε όταν εφαρμόστηκε.»
Το πολύ κοντινό του Χίλτον, του 1963, είναι το πρώτο «σημείο οπτικής έξαρσης» στην μεταπολεμική Αθήνα, η ανέγερση όμως του Πύργου Αθηνών, η οποία άρχισε το 1968 για να ολοκληρωθεί το 1971 είναι αυτή που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις σε πολεοδομικό και χωροταξικό επίπεδο. Συζητήσεις που έκλεισαν και κατά καιρούς ξανανοίγουν, όπως πρόσφατα με την «αξιοποίηση της υποβαθμισμένης περιοχής» του Ελαιώνα και του Ελληνικού και τις προτάσεις για αναθεώρηση του ισχύοντα Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού για μέγιστο ύψος κτιρίων τα 27 μέτρα. Στο ερώτημα τί θα σήμαινε μη περιορισμός ως προς το μέγιστο ύψος των κτιρίων, σε μια πόλη σαν την Αθήνα, ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης απαντά: «Στην Αθήνα, και στην Ελλάδα γενικότερα, όπου κυριαρχεί μια αντίληψη της ελεύθερης αγοράς με όρους Far West ή Western, θα σήμαινε πως όποιος είχε τη δύναμη και το χρήμα θα έχτιζε περίπου στο μέγιστο των δυνατοτήτων και όπου θα ήθελε. Μεγιστοποίηση κυκλοφοριακών και λειτουργικών προβλημάτων σε μια κοινωνία που αδιαφορεί για τη δημόσια λειτουργία της πόλης της, άτακτη ανύψωση πύργων στον ορίζοντα που ως τώρα είναι οργανωμένος από την κυριαρχία της φυσικής και της συμβολικής γεωγραφίας του (λόφοι Ακρόπολης, Λυκαβηττού, βουνά Υμηττού, Πάρνηθας, Πεντέλης κλπ.), επιδείνωση των συνθηκών κατοικίας και εργασίας σε χώρους ως επί το πλείστον κλιματιζόμενους χωρίς “υπαίθριο βίο”, και άλλα πολλά, χωρίς κανένα θετικό στοιχείο, πέραν του κέρδους του επιχειρηματία».
Ο Γιάννης Πεπονής πιστεύει πως το ψηλό κτίριο είναι κυρίως πολεοδομικό ζητούμενο και όχι καθαρά αρχιτεκτονικό. «Η έλευση των ψηλών κτιρίων και η εισαγωγή της «κορυφογραμμής της πόλης» ως αντικείμενο πολιτισμικού και αισθητικού ενδιαφέροντος, συνδέθηκε στην μεν Νέα Υόρκη με την δημιουργία του Central Park, στο δε Chicago με την δημιουργία του παραλιακού πάρκου. Δηλαδή, το ψηλό κτίριο συνυφάνθηκε με μια πολύ γόνιμη πόλωση ανάμεσα στην ζωντανή λεωφόρο και στο ήσυχο πάρκο, με μια παράλληλη πόλωση ανάμεσα στην αίσθηση του πλήθους, της ετερογένειας και της πυκνότητας και στην απόλαυση του πανοράματος, της απόστασης, και της συνοχής, δηλαδή με δύο διαφορετικές τροπές εκείνου που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υψηλό ή μεγαλειώδες.»
Φαντάζεσαι το κέντρο της πόλης με ένα μέσο όρο κτιρίων να αγγίζει τα 150 μέτρα; Τότε μετά βίας θα μπορούσες να διακρίνεις τον ουρανό, πόσο μάλλον τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη, για του Φιλοπάπου ούτε λόγος. Όχι ότι είναι προτιμότερη η ατέλειωτη μάζα από ομοιόμορφες κλασσικές γκριζωπές πολυκατοικίες με γύρω γύρω μπαλκόνια. Μια λύση θα ήταν να άλλαζε η νομοθεσία για τα ψηλά κτίρια και να επιτρέπονταν σε περιοχές μακριά από το κέντρο, στην Κηφισίας και στη Συγγρού ή κάτι αντίστοιχο της Ντεφάνς στο Παρίσι. Δεν σου θυμίζει λίγο τις αποτυχημένες και τρομακτικές μονολειτουργικές πόλεις των μοντερνιστών; Τα ψηλά κτίρια καλώς ή κακώς δεν μπορούν να βρουν την θέση που τους αρμόζει στην Ελλάδα. Στην ελληνική αρχιτεκτονική πραγματικότητα το θέμα «ουρανοξύστης» είναι θέμα ταμπού. Χουντικό κατάλοιπο από τη μία, καπιταλιστικό σύμβολο από την άλλη. Μερικοί θα σπεύσουν να πουν πως ήρθε η στιγμή να επαναφέρουμε την αρχιτεκτονική σε πιο ανθρώπινες διαστάσεις. Άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Βικέλας, θα υποστηρίξουν πως οι ουρανοξύστες είναι σύμβολα οικονομικής ανάπτυξης και διεθνές εργαλείο για την προβολή αρχιτεκτονικής κύρους. Ο Γιάννης Πεπονής είναι πολύ πιο ρεαλιστής και συνάμα αισιόδοξος. «Το επιχείρημα ότι ως κράτος και ως κοινωνία υπήρξαμε ιδιαίτερα εφευρετικοί στην καταστροφή της ποιότητας του τοπίου χωρίς την βοήθεια ψηλών κτιρίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο χάρη αυτοσαρκασμού. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις η κλίμακα και το σχήμα του τοπίου είναι τέτοια που τα ψηλά κτίρια θα τα αλλοίωναν αρνητικά. Δεν θα έπρεπε να κτιστούν ουρανοξύστες μεταξύ των χαρακτηριστικών λόφων της Αθήνας, ακόμα αν αυτοί έχουν ήδη σκεπαστεί από οικοδομές, γιατί τότε θα χάναμε ότι απέμεινε από την ιστορική φυσιογνωμία της πόλης. Αλλά δεν πρέπει να επικαλούμαστε αφοριστικά το ελληνικό τοπίο για να εμποδίσουμε τα ψηλά κτίρια στην Ελλάδα ή στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών. Ούτε πρέπει να μιλάμε αόριστα για το τοπίο χωρίς να εξετάζουμε συγκεκριμένα οπτικά πεδία, περιγράμματα και τοπογραφίες που αξιολογούμε ως άξια διατήρησης ή ανάδειξης. Με κατάλληλο οραματισμό, φαντασία και σχεδιασμό, τα ψηλά κτίρια μπορούν να συνεισφέρουν θετικά στον πολιτισμό της πόλης.»
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό SOUL #issue 31 | Δεκέμβριος 2008 – Ιανουάριος 2009