Το καθαρό λευκό εναλλάσσεται προοδευτικά με το χρώμα της σκιάς ανατρέποντας την ταυτότητα ενός συμβατικού οίκου ευγηρίας
Alcácer do Sal, Πορτογαλία
Το επίμηκες -εκτυφλωτικά λευκό- διάτρητο κτίριο που σαν ελικοειδής ραχοκοκαλιά ακολουθεί την ανάγλυφη τοπιογραφία του Alcácer do Sal, ενός μικρού ιστορικού μεσαιωνικού οικισμού στα νοτιοανατολικά της Λισαβόνας, αιχμηρά μοντέρνο και απόλυτα γεωμετρικό, των πορτογάλων Aires Mateus Arquitectos που ολοκληρώθηκε το 2010, είναι ένα υπερσύγχρονο γηροκομείο. Το έργο αυτό βρέθηκε στους 5 finalist για τα βραβεία Mies van der Rohe 2013, αλλα τελικά το βραβείο απονεμήθηκε στο Harpa Concert Hall των Henning Larsen Architects που βρίσκεται στο Reykjavik.

© FG+SG | Fernando Guerra
Οι πορτογάλοι σχεδιάζουν με μια ολόφρεσκη ματιά 38 δωμάτια για ηλικιωμένους θέτοντας υπό αμφισβήτηση το υπάρχον μοντέλο ενός συμβατικού οίκου ευγηρίας. Για λογαριασμό της Santa Casa da Misericordia, έναν εθνικό φιλανθρωπικό οργανισμό, οι αρχιτέκτονες επανεξετάζουν τα μέχρι τώρα χωρικά ζητούμενα και διαμορφώνουν ένα γηροκομείο που δεν απευθύνεται μόνο σε υπερήλικες που χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης. Αντιθέτως, δημιουργούν έναν οικείο χώρο, βιώσιμο και λειτουργικό, δίνοντας ελπίδα σε κατοίκους που βιώνουν την μοναξιά της τρίτης ηλικίας και επιζητούν να επανακτήσουν τον χαμένο κοινωνικό τους ρόλο.
Η μαγεία αυτού του γηροκομείου συνίσταται σ’ αυτήν την προσπάθεια ανατροπής της δεδομένης ταυτότητας της συγκεκριμένης χρήσης. Οι φιλοξενούμενοι αυτού του ιδιότυπου «ξενώνα», αγρότες και ψαράδες οι περισσότεροι, έχουν την ευκαιρία να οικειοποιηθούν μια μοντέρνα αρχιτεκτονική που σέβεται το φως και τον αέρα του μεσογειακού τοπίου και συνομιλεί με τον τόπο τους. Το Alcácer do Sal που πήρε την ονομασία του από το μαυριτανικό al qasr, δηλαδή κάστρο και από το sal, αλάτι, λόγω της μακραίωνης παραγωγής αλατιού στην περιοχή, δίνει ίσως την έμπνευση γι’ αυτό το μεταμοντέρνο «κάστρο από αλάτι». Η οδοντωτή κορυφογραμμή του κτιρίου διαγράφεται στον βαθυγάλανο ουρανό, εκεί που κύβοι «αλατιού» ισορροπούν σε απόσταση μεταξύ τους αφήνοντας κενούς σφηνοειδείς υπαίθριους χώρους να διαμορφώσουν ένα εντυπωσιακό γλυπτικό μάτριξ. Το κτίριο ξεδιπλώνεται γραμμικά και σχεδιάζεται σαν ένας τριώροφος «ζωντανός» τοίχος του οποίου το ακαθόριστο ζιγκ ζαγκ έρχεται να αγκαλιάσει την πλαγιά του λόφου και να δημιουργήσει μια προστατευμένη κοινόχρηστη αυλή. Δυναμικές σχισμές φωτός διαπερνούν εγκάρσια τον λευκό όγκο αφήνοντας οπτικές φυγές προς τον παρακείμενο οικισμό ενώ ο ορθοκανονικά ρυθμικός κάναβος της όψης παραπέμπει σε μια τεράστια τρισδιάστατη σκακιέρα στην οποία το καθαρό λευκό εναλλάσσεται προοδευτικά με το χρώμα της σκιάς, το πλήρες με το κενό, το μέσα με το έξω.

© FG+SG | Fernando Guerra

© FG+SG | Fernando Guerra

© FG+SG | Fernando Guerra
Με έδρα την Λισαβόνα, οι Manuel και Francisco Aires Mateus, γεννημένοι το 1963 και 1964 αντίστοιχα, αφού ολοκλήρωσαν τις αρχιτεκτονικές τους σπουδές, ίδρυσαν το 1988 τους Aires Mateus Arquitectos. Τυπικοί εκπρόσωποι της νέας πορτογαλικής αρχιτεκτονικής, ακολουθούν τα χνάρια του Álvaro Siza σχεδιάζοντας λιτούς, γεωμετρικούς και λειτουργικούς όγκους. Αγαπούν την διαύγεια του λευκού και πραγματεύονται επιδέξια τα κενά και τα πλήρη παράγοντας στοχευμένες σκιές που δίνουν ζωή στις ορθοκανονικές συνθέσεις τους. Συχνά δημιουργούν ψευδείς προοπτικές με τη βοήθεια λοξών τοίχων, παράγωνων και επικλινών τελειωμάτων και διάφανων κιγκλιδωμάτων μόνο και μόνο για να δώσουν μια ρυθμική τονικότητα στην κατά τα άλλα «μονότονη» μονοχρωματική παλέτα τους παράγοντας κτίρια-γλυπτά.

© FG+SG | Fernando Guerra

© FG+SG | Fernando Guerra

© Aires Mateus Arquitectos
Οι Aires Mateus Arquitectos που στο συγκεκριμένο έργο συνεργάστηκαν με τους Giacomo Brenna, Paola Marini, Anna Bacchetta, Miguel Pereira και με τον αρχιτέκτονα τοπίου Luis Alçada Batista, σκιαγραφούν έναν οίκο ευγηρίας που πρώτα απ’ όλα σέβεται την ανθρώπινη κλίμακα. Ολόκληρο το πρότζεκτ έχει σχεδιαστεί με βάση την μονάδα του υπνοδωματίου,που αποτυπώνεται εμφανώς στην όψη, ενώ κάθε ημιυπαίθριος χώρος, ο οποίος είναι ιδιωτικός και αποτελεί την προέκταση του εσωτερικού, διαβάζεται σαν κενό στην ανομοιόμορφα επαναλαμβανόμενη πρόσοψη. Τα κουφώματα βρίσκονται σε εσοχή, με τέτοια κλίση ώστε να στρέφουν το βλέμμα τους προς την θέα χωρίς ωστόσο να την κοιτάζουν κατάματα. Μεγάλα περιστρεφόμενα υαλοστάσια οδηγούν στην κεντρική αυλή ενώ στο ισόγειο τοποθετούνται όλες οι κοινόχρηστες λειτουργίες που περιλαμβάνουν εκτός από την τραπεζαρία, το καθιστικό, έναν χώρο συναντήσεων-ομαδικών δραστηριοτήτων και ένα μικρό ιατρικό κέντρο.

© FG+SG | Fernando Guerra

© FG+SG | Fernando Guerra
Σε διαφορετικό μήκος κύματος από το WoZoCo στο Άμστερνταμ -το «ιδιόρρυθμο» γηροκομείο απ’ το οποίο αναρτώνται 13 υπερμεγέθη ξύλινα κουτιά που έκανε διάσημους τους ολλανδούς MVRDV στα τέλη του ’90, το έργο των πορτογάλων αρχιτεκτόνων πατά περισσότερο στις βάσεις που έθεσε τη δεκαετία του ’30 ο Φιλανδός Άλβαρ Άαλτο στο σανατόριο για φυματικούς στο Παΐμιο της Φινλανδίας. Αν και δανείζονται την αυστηρή γεωμετρική του καθαρότητα και την εμμονή στην «υπαίθρια» ιδιωτικότητα, δεν ακολουθούν την ίδια ευαισθησία στην εσωτερική διαμόρφωση. Αντίθετα με τον Άαλτο, ο οποίος σχεδιάζει ειδικά ερμάρια, νιπτήρες και φωτιστικά για να διευκολύνει τους χρήστες χρωματίζοντας τις οροφές σε χαλαρωτικό σκούρο βαθυπράσινο, οι Aires Mateus επιμένουν συνειδητά σε μια «ιδρυματική» λευκότητα επανερμηνεύοντας τον οικείο χώρο συλλογικά χωρίς να επεμβαίνουν οι ίδιοι στο εσωτερικό με την πεποίθηση πως η κίνηση και η ζωή των ίδιων των χρηστών θα «αλλοιώσει» αυτήν την έλλειψη οπτικού κοντράστ και θα μετατρέψει αυτό το μεταμοντέρνο «μονοπάτι» σε αληθινά ζωντανό κτίριο. Για να δούμε.

WoZoCo στο Άμστερνταμ -το «ιδιόρρυθμο» γηροκομείο απ’ το οποίο αναρτώνται 13 υπερμεγέθη ξύλινα κουτιά που έκανε διάσημους τους ολλανδούς MVRDV | 1997

WoZoCo στο Άμστερνταμ -το «ιδιόρρυθμο» γηροκομείο απ’ το οποίο αναρτώνται 13 υπερμεγέθη ξύλινα κουτιά που έκανε διάσημους τους ολλανδούς MVRDV | 1997

Το σανατόριο για φυματικούς στο Παΐμιο της Φινλανδίας του Φιλανδού Άλβαρ Άαλτο (1929-1933)

Το σανατόριο για φυματικούς στο Παΐμιο της Φινλανδίας του Φιλανδού Άλβαρ Άαλτο (1929-1933)
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Athens Voice | Μάρτιος 2013