«The Competition Grid: Experimenting With and Within Architecture Competitions» | ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΚΟΥ ΜΙΛΑ ΣΤΗΝ ΤΖΙΝΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Συνέντευξη στην Τζίνα Σωτηροπούλου 

AK1Η Αντιγόνη Κατσάκου είναι αρχιτέκτονας κι ερευνήτρια (PhD EPFL 2011, MArch Barcelona Tech 2001, απόφοιτος ΕΜΠ 1999) που ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο από το 2012. Έχει παρουσιάσει δουλειά της παγκοσμίως κι έχει βραβευθεί με διάφορες χρηματοδοτήσεις από το ελβετικό κράτος. Έχει διδάξει στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελβετία και στην Ελλάδα και έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα σχετικά με το θέμα των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών εκδίδοντας μεταξύ άλλων το βιβλίο “Concevoir des logements. Concours en Suisse 2000-2005” με τον Bruno Marchand (Lausanne: PPUR, 2008/2013).

978-2-88914-176-0_large

“Concevoir des logements. Concours en Suisse 2000-2005” (Lausanne: PPUR, 2008/2013)

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του RIBA (Royal Institute of British Architects) το βιβλίο «The Competition Grid: Experimenting With and Within Architecture Competitions» που έχει συνεπιμεληθεί μαζί με την Μαρία Θεοδώρου. Με αφορμή την έκδοση αυτή, συζητήσαμε με την Αντιγόνη Κατσάκου για την κουλτούρα των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αλλά και για την ελληνική πραγματικότητα. 

Competition Grid - Press-light_2

«The Competition Grid: Experimenting With and Within Architecture Competitions» | Επιμέλεια: Μαρία Θεοδώρου & Αντιγόνη Κατσάκου
Εκδότης: RIBA Enterprises | σελ. 224

Στο βιβλίο κάνετε μια περιεκτική ανασκόπηση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών δίνοντάς τους πολιτικές, νομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Βλέποντάς τους ταυτόχρονα και ως εργαλείο άσκησης πολιτικής, πολεοδομικού σχεδιασμού και πεδίο πειραματισμού για το δημόσιο κτισμένο περιβάλλον. Πόσο σημαντικοί είναι τελικά οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί;

Αντιγόνη Κατσάκου (ΑΚ): Οι διαγωνισμοί είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την αρχιτεκτονική. Οργανώνονταν ήδη από την αρχαιότητα και μάλιστα ο πρώτος διαγωνισμός για τον οποίο υπάρχουν στοιχεία είναι για την Ακρόπολη των Αθηνών στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους καθώς και οι αντιφατικές τους εκφάνσεις έχουν συζητηθεί εκτενώς στη διεθνή βιβλιογραφία. Ιδιαίτερα σε πρόσφατες μελέτες από ένα διεθνές δίκτυο ερευνητών στο οποίο έχω την τύχη να συμμετέχω. Το δίκτυο αυτό έχει οργανώσει μέχρι τώρα έξι αρχιτεκτονικά συνέδρια επί του θέματος σε ολόκληρο τον κόσμο, το τελευταίο το οργανώσαμε με τη Μαρία Θεοδώρου στο Πανεπιστήμιο του Leeds Beckett τον Οκτώβριο του 2016. Το Πανεπιστήμιο χορηγεί επίσης εν μέρει και την έκδοση αυτή.

Είναι η πρώτη φορά όμως που επιχειρείται μέσα από ένα βιβλίο μια ανασκόπηση της κουλτούρας των διαγωνισμών, γεφυρώνοντας την πρακτική εμπειρία με τη θεωρητική έρευνα. Για μας ήταν επίσης πολύ σημαντικό να ακουστεί επαρκώς και η φωνή των αρχιτεκτόνων, αφού είναι πλέον σύνηθες ακόμη και σε θέματα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού να ακούγονται πρώτα επαγγελματίες άλλων πεδίων: οικονομολόγοι, γεωγράφοι, κοινωνιολόγοι. Διαγωνισμοί θα συνεχίσουν να οργανώνονται και σε πολλές περιπτώσεις να λειτουργούν σαν ένα εργαλείο βελτίωσης της ποιότητας του σχεδιασμού. Γι’ αυτό χρειάζεται, αφ’ ενός μεν να διευρενηθούν τρόποι που αυξάνουν τις πιθανότητες για κάτι τέτοιο. Αφ’ ετέρου δε, να κατανοηθεί το μεταβαλλόμενο πλαίσιο των διαγωνισμών, ιδίως στην εποχή της ψηφιακής πληροφορίας, που αλλάζει συνεχώς και ραγδαία τα δεδομένα του σχεδιασμού. Η Birgitte Sauge μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα αυτής της πραγματικότητας από τη Νορβηγία, όπου πλέον σε διαγωνισμούς για δημόσια κτήρια είναι σχεδόν απαραίτητο οι αρχιτέκτονες που συμμετέχουν να υποβάλλουν και Building Information Models (BIMs). Και τα δύο παραπάνω ζητούμενα προϋποθέτουν πειραματισμό.

Competition Grid - Press-light_1

 

«The Competition Grid: Experimenting With and Within Architecture Competitions». Με ποιον τρόπο πειραματιζόμαστε μέσω των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών;

ΑΚ: Πειραματισμός μέσω των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, είναι ένα θέμα που χωράει μεγάλη συζήτηση και που εξαρτάται από το συγκεκριμένο γεωγραφικό, κοινωνικό, και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο εξετάζεται. Πιστεύουμε ότι τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο, που είναι μια συλλογή άρθρων από περισσότερους από 30 συναδέλφους, ερευνητές και επαγγελματίες αρχιτέκτονες από περισσότερες από 15 χώρες στον κόσμο, δείχνουν ότι πειραματισμός, κι ακόμη περισσότερο καινοτομία, μπορεί πραγματικά να υπάρξει στο πλαίσιο των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Αυτό συμβαίνει σε σχέση με τις πολλές διαφορετικές πτυχές των διαγωνισμών: τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των συμμετοχών, τις διαδικασίες που υιοθετούνται για τη διεξαγωγή των διαγωνισμών, αλλά και τον τρόπο που τα αποτελέσματά τους μεταλλάσσουν το κτισμένο περιβάλλον, το παραστατικό λεξιλόγιο του αρχιτέκτονα και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επιχειρεί να συνδεθεί με τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες.

Ανασκόπηση αλλά και κριτική στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς μέσω πρακτικής εμπειρίας αλλά και ακαδημαϊκής έρευνας. Τι ακριβώς πραγματεύεστε στο βιβλίο;

ΑΚ: Ήταν ένα από τα πρωταρχικά ζητούμενα της προσπάθειας αυτής να συγκεραστούν στα πλαίσιά της όσο το δυνατό περισσότερες διαφορετικές εμπειρίες με βάση τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Μόνο έτσι θα μπορούσε να καταδειχθεί η πολυπλοκότητα του θέματος. Και είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή αυτή η πολυπλοκότητα αν θέλουμε οι διαγωνισμοί να είναι αποτελεσματικοί, να έχουν δηλαδή έναν ουσιαστικό, θετικό αντίκτυπο στην οργάνωση του κτισμένου. Το βιβλίο μας σίγουρα δεν μπορεί να εξαντλήσει το θέμα. Όμως οι συνάδελφοι που συνέβαλαν με τα γραπτά τους και τις γνώμες τους στην υλοποίησή του προέρχονται τόσο από χώρες με μακρόχρονη και υποδειγματική παράδοση στο θέμα, όσο και από χώρες όπου οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, με συστηματική εφαρμογή, είναι κάτι σχετικά πρόσφατο. Η αντιπαραβολή διαφορετικών “πρακτικών” διαγωνισμών μπορεί να προσφέρει άμεσα συμπεράσματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προσεγγίσεων, ενώ η εμπειρία μπορεί να δώσει πρόσφορο έδαφος σε εποικοδομητικές συζητήσεις και καινούριες ιδέες. Αυτός είναι και ο κύριος σκοπός του βιβλίου, να διευρύνει τη συζήτηση γύρω από τους διαγωνισμούς και τη χρησιμότητά τους.

BSA_Jub_05-copie

Έκθεση που είχε οργανωθεί το 2008 από το Federation of Swiss Architects (BSA) στο σταθμό της Ζυρίχης με 100 μακέτες διαγωνισμών και τίτλο “Le concours d’architecture est un bien culturel” (Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένα πολιτιστικό αγαθό)

Πώς προσεγγίζετε την κουλτούρα των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών; Υπάρχουν κάποια case studies ή διαγωνισμοί «σταθμοί» οι οποίοι αξίζει να αναφερθούν;

ΑΚ: Σίγουρα δεν υπάρχουν “έτοιμες συνταγές” προς μίμηση, που μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς κριτική σκέψη σε καινούριες περιπτώσεις. Επίσης, δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για αμιγώς καλές ή κακές διαδικασίες. Μπορεί πολλές φορές, οι κανόνες να μην τηρούνται στο έπακρο, παρ’ όλα αυτά ο διαγωνισμός να είναι επιτυχημένος έχοντας “γεννήσει” ένα κτήριο απαράμιλλης αρχιτεκτονικής ποιότητας που “δουλεύει” για τους χρήστες του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το κείμενο του Christian Kreiner που αφηγείται και σχολιάζει μια τέτοια περίπτωση στη Δανία, χώρα στην οποία υπάρχει τα τελευταία χρόνια αναμφισβήτητα πειραματισμός σε σχέση με τα είδη των διαγωνισμών αντιστοίχως και με το κτηριολογικό πρόγραμμα κάθε περίπτωσης, θέτει δύσκολα ερωτήματα. Οι περισσότεροι συγγραφείς του βιβλίου μιλούν από την εμπειρία τους και σε σχέση με συγκεκριμένα παραδείγματα διαγωνισμών που μπορούν να προάξουν τη συζήτηση, σχολιάζοντας συχνά λεπτές διαφορές μεταξύ διαφορετικών διαγωνισμών και πλαισίων εφαρμογής. Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερις ενότητες. Στη καθεμία από αυτές τα θεωρητικά κείμενα του πρώτου μέρους συνοδεύονται από συζητήσεις με ανθρώπους που εμπλέκονται στους διαγωνισμούς κυρίως μέσω της πρακτικής τους εμπειρίας. 

Από ποιους πήρατε συνεντεύξεις;

ΑΚ: Μιλήσαμε, όπως είπα πριν, με ανθρώπους που εμπλέκονται στο θέμα κυρίως μέσα από την πρακτική τους εμπειρία και με διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους: από εκπροσώπους συλλογικών οργάνων και γνωστούς αρχιτέκτονες που συμμετέχουν συστηματικά σε διαγωνισμούς (όπως η Sara Grahn από τους White Arkitekter –– Σουηδία, ή ο Stefan Thommen από τους Gigon/Guyer – Ελβετία) μέχρι εκδότες του αρχιτεκτονικού τύπου, διοργανωτές διαγωνισμώνκαι πελάτες/κατασκευαστές. Οι αφηγήσεις των εμπειριών τους είναι διαφωτιστικές, τόσο ως προς τη σημασία των διαγωνισμών για τον κλάδο και τον κοινωνικό περίγυρο, όσο και για τις διαφορετικές προοπτικές μέσα από τις οποίες κάθε πλευρά αντιμετωπίζει το θέμα.

Ζείτε και εργάζεστε στην Μεγάλη Βρετανία. Το βιβλίο επικεντρώνεται σε ότι συμβαίνει κυρίως εκεί ή και αλλού;

ΑΚ: Τα κείμενα προσφέρουν μια καλή εικόνα των διαγωνισμών από το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού: τη Μεγάλη Βρετανία, τις Σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Ολλανδία, την Ισπανία, τις Η.Π.Α.

RueCendrier.psd

Εξώφυλλο από πρακτικά κριτικής επιτροπής αρχιτεκτονικού διαγωνισμού στη Γενεύη

Τι είδους αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί επικρατούν εκεί; Τα έργα πραγματοποιούνται;

ΑΚ: Η Μεγάλη Βρετανία είναι κι αυτή μια χώρα στην οποία η παράδοση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών είναι μακρά. Στη Βικτωριανή εποχή διοργανώνονταν κάθε χρόνο μερικές εκατοντάδες διαγωνισμών σε εξαιρετικά ποικίλες κλίμακες, για να σχεδιαστεί από ένα συντριβάνι μέχρι ένα δημόσιο κτήριο όπως το παλάτι του Westminster. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι διαγωνισμοί αυτοί ήταν και υποδειγματικοί στη διεξαγωγή τους, ή ότι είναι τη σημερινή εποχή υποδειγματικοί. Το γεγονός όμως ότι πολλοί από τους διαγωνισμούς διοργανώνονται υπό την αιγίδα του αρχαιότερου συλλογικού οργάνου, του Royal Institute of British Architects (RIBA), που εκδίδει και το βιβλίο, διασφαλίζει σε κάποιο βαθμό και την ομαλή διεξαγωγή τους. Για παράδειγμα, ελέγχονται άμεσα κι από την αρχή της διαδικασίας οι προθέσεις και οι δυνατότητες του πελάτη.

Ο πρόσφατος διαγωνισμός για το Guggenheim του Ελσίνκι είχε πολύ κακή κατάληξη και φοβερό κόστος σε εργατοώρες κι έξοδα για τα 1700 και πλέον αρχιτεκτονικά γραφεία που έλαβαν μέρος, κι αυτό γιατί δεν υπήρχε ούτε το κεφάλαιο αλλά ούτε και σαφής θέληση για μια τέτοια κατασκευή από την πλευρά του Ιδρύματος. Από την άλλη πλευρά το γεγονός ότι το RIBA έχει αναλάβει κατά κάποιο τρόπο το ρόλο του ρυθμιστή των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών προκαλεί και μια σχετική αδιαφάνεια σε σχέση με τη διεξαγωγή τους, αφού υπάρχει και οικονομικό συμφέρον για να ελεχθεί η πληροφορία που βγαίνει προς τα έξω τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την ολοκλήρωση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Στη χώρα όμως υπάρχει στοιχειώδης σεβασμός των δημοκρατικών διαδικασιών, οπότε μπορεί να γίνει, και γίνεται, κριτική για τα καλώς ή κακώς γενόμενα από το RIBA. Υπάρχουν επίσης πρωτοβουλίες για μεγαλύτερη διαφάνεια σε σχέση με δημόσιους διαγωνισμούς, που ακολουθούν το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο. Απ’αυτήν την άποψη το κείμενο του Walter Menteth, που παρουσιάζει το μη κερδοσκοπικό Project Compass, μια διαδικτυακή ανοιχτή πλατφόρμα ανάρτησης δημόσιων διαγωνισμών, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Jurybericht.indd

Εξώφυλλο από πρακτικά κριτικής επιτροπής αρχιτεκτονικού διαγωνισμού στη Βασιλεία

Στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμα σοβαρά προβλήματα σε σχέση με τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και το νομοθετικό πλαίσιο. Ακόμα και όταν προκηρυχθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, κάτι που δεν είναι δεδομένο ενώ θα έπρεπε, τις περισσότερες φορές τα έργα δεν υλοποιούνται. Αλλά και όταν υπάρχει ο προϋπολογισμός για να γίνει το έργο, οι δημόσιοι φορείς αγνοούν τους μελετητές και προβαίνουν μόνοι τους στην υλοποίηση του έργου. Πώς βλέπετε το ελληνικό τοπίο;

ΑΚ: Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δεν είναι πρωτόγνωρο. Σε περιόδους κρίσης, οι διαγωνισμοί έχουν συχνά λειτουργήσει σε άλλες χώρες ως μέσο αναζωογόνησης της αγοράς και ως “πατερίτσα” του επαγγέλματος, προσφέροντας κάποια στοιχειώδη δυνατότητα εξασφάλισης εργασίας. Έτσι και στην Ελλάδα οργανώνονται τελευταία όλο και περισσότεροι διαγωνισμοί, μάλιστα αφού αυτοί είναι πλέον υποχρεωτικοί σε επίπεδο κοινής αγοράς για δημόσια έργα, πάνω από ορισμένο ποσό προϋπολογισμού.

Ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει ωστόσο για να βελτιωθεί το γενικό πλαίσιο αδιαφάνειας, το οποίο διογκώνεται όταν πρόκειται για έργα που τα χειρίζονται δημόσιοι φορείς. Δεν είναι δυνατό να λειτουργήσουν οι διαγωνισμοί ως εφαλτήριο για την κατασκευή, όταν ανακυκλώνονται συνεχώς τα ίδια πρόσωπα (και μάλιστα πρόσωπα που κατέχουν δημόσιες θέσεις), είτε στο κομμάτι της οργάνωσης των διαγωνισμών, είτε και σ’ αυτό της αξιολόγησής τους.

Ούτε μπορεί οι διαγωνισμοί να λειτουργήσουν ως οτιδήποτε άλλο παρά ένα επιπλέον όργανο προώθησης κατεστημένων καταστάσεων, όταν υπάρχει για παράδειγμα διαγωνισμός που οργανώνεται από οργανισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης και προσφέρει πρώτο βραβείο με χρηματικό έπαθλο της τάξης των 300€. Όπως καλά γνωρίζει και ο πιο πρόσφατα αποφοιτήσας επαγγελματίας τέτοια ποσά δεν αρκούν ούτε για τα έξοδα της συμμετοχής, λαμβάνοντας υπόψιν μόνο εκτυπώσεις και διαδικαστικά. Όταν μάλιστα είναι εκ των προτέρων ιδιαίτερα αμφίβολο ότι το σχέδιο θα πραγματοποιηθεί, όπως υποδεικνύουν το ίδιο το βραβείο και ο εμπαιγμός, μέσω αυτού, του ρόλου που ο αρχιτέκτονας καλείται να παίξει, η συμμετοχή στο διαγωνισμό μπορεί μόνο απελπισία να δείχνει, απελπισμένη ανάγκη του επαγγελματία για μια υποψία δημιουργικής εργασίας. Τέτοιοι διαγωνισμοί θα έπρεπε να απορρίπτονται ασυζητητί και δημόσια από το συλλογικό όργανο.

Πρόσφατα, διοργανώθηκε, μάλιστα με την υποστήριξη γνωστού περιοδικού της κατασκευής, “διεθνής” διαγωνισμός σχεδιασμού με κριτική επιτροπή αποκλειστικά αποτελούμενη από Έλληνες, στον οποίο κατά σύμπτωση και παρά το εύρος των συμμετοχών, η συντριπτική πλειοψηφία των βραβευθεισών προτάσεων ήταν ελληνικές. Δε μιλώ καν για τα ζητούμενα του διαγωνισμού, ακόμη και τις ακατάλληλες κλίμακες παρουσίασης. Σε μια χώρα όπου ο τομέας της κατασκευής περνά μια περίοδο πρωτοφανούς κρίσης, είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί όργανα και πρόσωπα που καλούνται να δώσουν το καλό παράδειγμα ασχολούνται με ουτοπικούς προβληματισμούς κι όχι με τα χειροπιαστά προβλήματα της καθημερινότητας, μελετώντας για παράδειγμα στέγη έκτακτης ανάγκης, κοινωνική κατοικία ή κτήρια περιορισμένης κατανάλωσης ενέργειας.

Τέλος νομίζω πως στην Ελλάδα υπάρχει ένα διττό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τη σχέση του αρχιτέκτονα με την κοινωνία. Από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπου έχω ζήσει (Ισπανία, Ιταλία, Ελβετία, Ηνωμένο Βασίλειο) νομίζω ότι σε μας υπάρχει ο μικρότερος σεβασμός για την επιστημονική και καλλιτεχνική υπόσταση του αρχιτέκτονα, και κυρίως για την αναγκαιότητα του ρόλου του στα κοινωνικά δρώμενα. Είναι ενδεικτικό μιας αισθητικής επιμόρφωσης που λείπει ήδη από τα σχολεία και βέβαια τα μέσα ενημέρωσης. Αλλά τελικά η αποξένωση του αρχιτέκτονα από το κοινωνικό πλαίσιο επέρχεται μέσω της ευθύνης του ίδιου του κλάδου, όταν για παράδειγμα, αρνείται να πραγματευτεί θέματα που αφορούν την πλειοψηφία του κόσμου κι ασχολείται ή βραβεύει ελιτίστικες ουτοπίες χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο.

Schaffhauserrheinweg

Εξώφυλλο από πρακτικά κριτικής επιτροπής αρχιτεκτονικού διαγωνισμού στην Βασιλεία

Στην Ελλάδα, προκηρύσσονται πολλοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί που σχετίζονται με αναπλάσεις μεγάλων υπαίθριων δημόσιων χώρων. Μήπως σε περίοδο οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης θα έπρεπε να στραφούμε και σε μικρότερης κλίμακας διαγωνισμούς που να εξετάζουν την επανάχρηση κενών κτιρίων στα κέντρα πόλεων και την κοινωνική κατοικία για παράδειγμα;

ΑΚ: Οπωσδήποτε. Το φαινόμενο που περιγράφετε έχει να κάνει ακριβώς με τους προβληματισμούς “ουτοπίας” που ανέφερα προηγουμένως και με το ζητούμενο μιας πιο πραγματιστικής αντιμετώπισης των αναγκών της παρούσης. Μεγάλης κλίμακας έργα είναι πιθανώς αυτά που μπορούν να εξασφαλίσουν χρηματοδοτήσεις από την Ευρώπη και τα οποία μπορεί να ενδιαφέρουν μεγάλες εταιρείες κατασκευής. Τα μικρότερης κλίμακας έργα, όπως η κοινωνική κατοικία, είναι όμως αυτά που μπορούν να αλλάξουν σχετικά άμεσα αλλά και σταδιακά και σταθερά το τοπίο της κατασκευής. Είναι όμως δυστυχώς κι αυτά που απαιτούν πολιτική βούληση για σωστό σχεδιασμό και για να προσφερθούν κίνητρα για την πραγματοποίηση διαγωνισμών, πλέον πραγματικά ως μέσον εξεύρεσης της κατάλληλης αρχιτεκτονικής λύσης.

Θα σας φέρω εδώ το παράδειγμα της Ελβετίας, στην οποία έζησα κι εργάστηκα από το 2005 μέχρι το 2012. Ξέρω, η πρώτη αντίδραση κάποιου είναι ότι με την Ελβετία δεν μπορεί να υπάρξει σύγκριση, γιατί εκεί “όλα λειτουργούν ρολόι’. Νομίζω όμως ότι δεν έχουμε πλέον το περιθώριο να απορρίπτουμε χωρίς δεύτερη σκέψη παραδείγματα που μπορεί να υποδεικνύουν λύσεις. Στη Ζυρίχη λοιπόν, υπήρχαν στο τέλος του ’90 πιέσεις από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα για την αξιοποίηση της διαθέσιμης γης. Και οι τράπεζες σίγουρα δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για κοινωνική κατοικία που μπορούσε να υποστηρίξει τα πιο αδύναμα νοικοκυριά, παρότι η έλλειψη κατοικίας ήταν πλέον ιδιαίτερα αισθητή. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί κάτι παράδοξο, ότι η Ζυρίχη θεωρείται η “κόκκινη” πόλη της Ελβετίας για την παράδοσή της στην παραγωγή κοινωνικής κατοικίας και τους συνεταιρισμούς κατοικίας, ήδη από το τέλος του 19ου αι. Η πόλη λοιπόν κάλεσε τους διάφορους οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες στο ίδιο τραπέζι κι αποφάσισε για ένα συνολικό σχεδιασμό σχετικά με τη χρήση του υπάρχοντος “κενού” κτηριακού δυναμικού και τις ανάγκες για ανάπλαση  και κατανομή των αστικών λειτουργιών στις διάφορες περιοχές της πόλης. Διοργανώθηκε πολύ περιορισμένος αριθμός διαγωνισμών που μελετούσαν την μεγάλη κλίμακα, σε επίπεδο πολεοδομικού σχεδιασμού, και κατόπιν η εφαρμογή αυτού του “συνεναιτικού” στρατηγικού σχεδιασμού προχώρησε σταδιακά, με επιμέρους διαγωνισμούς στη μικρή κλίμακα. Σε κάθε περίπτωση, η κατοικία (και κυρίως η μικτή κατοικία) ήταν το πρώτο μέσο με το οποίο η πόλη προσπάθησε (και τα κατάφερε) να αναζωογονήσει υποβαθμισμένες περιοχές.

Δόθηκαν κίνητρα μέσω του land leasing σε συνεταιρισμούς για τη διοργάνωση διαγωνισμών και τη βελτίωση της ποιότητας των αρχιτεκτονικών λύσεων και πολύ γρήγορα, ενδιαφέρθηκε και η ιδιωτική πρωτοβουλία.  Όλη η περιοχή του Zürich West, γνωστή σήμερα για τον εναλλακτικό της χαρακτήρα, προέκυψε με παρόμοιο τρόπο. Στην Ελλάδα παρολίγο να συμβεί κάτι παρόμοιο μια δεκαετία πίσω (θυμηθείτε το διαγωνισμό στο Μεταξουργείο που διοργανώθηκε το 2006 από το ίδιο περιοδικό κατασκευής αλλά για πραγματικό πελάτη και που κατασκευάστηκε υποδειγματικά) αλλά όλα σταμάτησαν εκεί, μια και δεν υπήρξε οργανωμένη πολιτική βούληση.

Architectural low 20160920-1cover

Το βιβλίο “The Architectural Competition: Research Inquiries and Experiences” συγκεντρώνει 26 κείμενα που παρουσιάστηκαν τον Οκτώβριο του 2008 σε συνέδριο για αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που διοργάνωσε το KTH (School of Architecture and the Built Environment) στο Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας στη Στοκχόλμη. Μεταξύ των συμμετεχόντων και η Αντιγόνη Κατσάκου.

Διαφάνεια, σεβασμός στις διαδικασίες, πειραματισμός, καινοτομία. Έχοντας πραγματοποιήσει αυτή την μελέτη και με όλη την εμπειρία σας, ποιες είναι οι λέξεις κλειδιά αναφορικά με τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς;

ΑΚ: Θα έλεγα ο πελάτης και η ουσιαστική του θέληση για την προώθηση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής, ο τύπος του διαγωνισμού και το κατά πόσο ανταποκρίνεται επαρκώς στο ζητούμενο κτηριολογικό και τις ανάγκες του πελάτη, και η κριτική επιτροπή, τόσο η σύνθεσή της όσο και ο δημοκρατικός τρόπος με τον οποίο πρέπει να λειτουργήσει. Εν τέλει, αυτά συνδέονται με το ρυθμιστικό ρόλο που πρέπει να παίξουν οι επαγγελματικοί σύλλογοι.

Πότε κυκλοφορεί το βιβλίο και ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

ΑΚ: Το βιβλίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες (τέλη Μαρτίου) από τις εκδόσεις του RIBA και θα είναι διαθέσιμο σε διαδικτυακές πλατφόρμες και βιβλιοπωλεία. Το θέμα των διαγωνισμών, με το οποίο ασχολούμαι συστηματικά από το 2006, συνεχίζει να με απασχολεί, στο άμεσο μέλλον συμμετέχω σε δημοσίευση που ετοιμάζεται για την φετινή 16η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας στις 24 Μαΐου σε συνδιοργάνωση του Project Compass, του Architectuur Lokaal, του περιοδικού A10 New Architecture Co-operative και του Italian Organization for Architecture Criticism (AIAC) στο Palazzo Widmann της Βενετίας. 

Ταυτόχρονα, δουλεύω ήδη ένα καινούριο βιβλίο που έχει ως στόχο μια εναλλακτική ματιά σε κτήρια του μοντέρνου, μέσα από λιγότερο γνωστά παραδείγματα. Αυτή η δουλειά στηρίζεται στη μεταδιδακτορική μελέτη που εκπόνησα στο Bartlett School of Graduate Studies, Space Syntax Group (2012-13) σχετικά με το έργο τριών αρχιτεκτόνων από τη Μεσόγειο, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Πικιώνης.

 

Περισσότερες πληροφορίες εδώ:

RIBA BOOKSHOPS | The Competition Grid: Experimenting With & Within Architecture Competitions | 

Maria Theodorou  & Antigoni Katsakou

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s